έγγυος

έγγυος
ἔγγυος, -ον (Α)
1. εγγυημένος, εξασφαλισμένος
2. ασφαλής
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγγυος
ο εγγυητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το έγγυος ως επίθ. «εγγυημένος» προήλθε ίσως κατ' απόσπαση από μεταγενέστερα σύνθετα, εκτός αν θεωρηθεί και αυτό (όπως και το ουσ. έγγυος «εγγυητής») μεταρρηματικό παράγωγο τού εγγυώ (βλ. εγγυώμαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἔγγυος — secured masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγγυον — ἔγγυος secured masc/fem acc sg ἔγγυος secured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγυώτερα — ἔγγυος secured neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγύου — ἔγγυος secured masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγύους — ἔγγυος secured masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγύων — ἔγγυος secured masc/fem/neut gen pl ἐγγυάω give imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐγγυάω give imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγγυα — ἔγγυος secured neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσέγγυος — ο (Α μεσέγγυος) ο μεσεγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο) * + εγγυος (< ἐγγύη), πρβλ. εχ έγγυος, φερ έγγυος] …   Dictionary of Greek

  • εγγύη — ἐγγύη, η (AM) ό,τι δίνεται ως ενέχυρο, εγγύηση ή ασφάλεια αρχ. 1. συνεκδ. αυτό που καταβάλλεται ως εγγύηση 2. μνηστεία στην Αθήνα κατά την οποία ο πατέρας τής νύφης τήν έδινε στον γαμπρό μπροστά σε μάρτυρες 3. (κατά τον Ησύχιο) «σημεῑον ἐν… …   Dictionary of Greek

  • μετέγγυος — μετέγγυος, ὁ (Α) μεσεγγυητής, μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. <μετ(α) * + ἔγγυος (πρβλ. φερ έγγυος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”